-
1 потеря
η απώλει/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > потеря
-
2 тепловой
επ.θερμικός, της θερμότητας•-ая энергия θερμική ενέργεια•
-ое излучение ενέργεια ακτινοβολίας•
-ые потери απώλειες θερμότητας•
-ая изоляция μονωτήρας θερμότητας•
тепловой двигатель θερμοκινητήρας, θερμοδυναμική ή θερμική μηχανή•
-ая обработка θερμική επεξεργασία.
εκφρ.- ая сеть – θερμικό δίχτυ•тепловой удар – θερμοπληξία.